εμπλέκω

εμπλέκω
(AM ἐμπλέκω)
1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά
2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τόν ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τούς έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.»)
νεοελλ.
εμπλέκομαι
βρίσκομαι ανακατεμένος, έχω στενή σχέση σε κάποιο θέμα, κατάσταση κ.λπ
μσν.
εμπλέκομαι
1. περικυκλώνω
2. αγκαλιάζω
αρχ.
1. ενώνω, συνδέω
2. (-ομαι)
συνάπτω ερωτικές σχέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμπλέκω — plait pres subj act 1st sg ἐμπλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπλέκω — εμπλέκω, ενέπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπλέκω — βλ. μπλέκω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπεπλεγμένα — ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπλέξω — ἐμπλέκω plait aor subj act 1st sg ἐμπλέκω plait fut ind act 1st sg ἐμπλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμέναι — ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc pl ἐμπεπλεγμένᾱͅ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμένον — ἐμπλέκω plait perf part mp masc acc sg ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμένων — ἐμπλέκω plait perf part mp fem gen pl ἐμπλέκω plait perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλακέντα — ἐμπλέκω plait aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπλέκω plait aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλακέντων — ἐμπλέκω plait aor part pass masc/neut gen pl ἐμπλέκω plait aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”